αναπόδεικτος

αναπόδεικτος
-η, -ο (Α ἀναπόδεικτος, -ον) [ἀποδείκνυμι]
1. αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, ανεξέλεγκτος
2. αυτός που δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, που είναι από μόνος του αληθινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναπόδεικτος — not proved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποδείκτως — ἀναπόδεικτος not proved adverbial ἀναπόδεικτος not proved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόδεικτον — ἀναπόδεικτος not proved masc/fem acc sg ἀναπόδεικτος not proved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποδείκτοις — ἀναπόδεικτος not proved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποδείκτου — ἀναπόδεικτος not proved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποδείκτους — ἀναπόδεικτος not proved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποδείκτων — ἀναπόδεικτος not proved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποδείκτῳ — ἀναπόδεικτος not proved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόδεικτα — ἀναπόδεικτος not proved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόδεικτοι — ἀναπόδεικτος not proved masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”